μηλοσφαγώ

μηλοσφαγώ
μηλοσφαγῶ, -έω (Α) [μηλοσφάγος]
1. σφάζω, θυσιάζω πρόβατα
2. προσφέρω θυσία, θυσιάζω
3. προσφέρω («μηλοσφαγοῡσα Θάσιον οἴνου σταμνίον», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”